
«Ησυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή
του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σα να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει.
Αλήθεια,
τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό κι εσύ θα
φύγεις
παρέα με την όρθιαν αρκουδίτσα που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά
της πόδια.»
Καρλόβασι, 5.VI. 87